Αγαλλιανός, Θεόδωρος — (Κωνσταντινούπολη 1400 – Μήδεια 1474).Λόγιος και ιερωμένος. Μαθητής του Μάρκου του Ευγενικού, αξιωματούχος του πατριαρχείου και στενός φίλος του Γεννάδιου Σχολάριου, πρωτοστάτησε στην αντίσταση κατά της ένωσης των εκκλησιών, που είχε αποφασιστεί… … Dictionary of Greek
Κοσμάς — I Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.140 μ., 581 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κυνουρίας του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του νομού, στις ανατολικές πλαγιές του Πάρνωνα, 115 χλμ. ΝΑ της Τρίπολης. Αποτελεί έδρα της ομώνυμης κοινότητας. II… … Dictionary of Greek
ИГНАТИЙ АГАЛЛИАН — [Иоанн Агаллиан; греч. ᾿Ιγνάτιος ὁ ᾿Αγαλλιανός] (ок. 1492, дер. Фаранга, близ Калони, о в Лесбос 1566, подворье св. Бессребреников, близ Дафии, о в Лесбос), прп. (пам. греч. 14 окт.), митр. Мифимнский. Род. в семье иерея Мануила Агаллиана, в… … Православная энциклопедия
στέφανος — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο πρώτος και πιο γνωστός από τους επτά διακόνους, που είχαν εκλεχτεί για να υπηρετούν τις Αγάπες της πρώτης Εκκλησίας, στην Ιερουσαλήμ. Διακρινόταν για τη μεγάλη του χριστιανική δράση, αλλά… … Dictionary of Greek
Θεόδωρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Θ. ο Σάμιος (6ος αι. π.Χ.). Γλύπτης και αρχιτέκτονας, γιος του Τηλεκλή. Επινόησε διάφορα όργανα και μαζί με τον Ροίκο επινόησαν την κατασκευή χυτών ορειχάλκινων αγαλμάτων. Έλαβε μέρος στην οικοδόμηση … Dictionary of Greek
Ιγνάτιος — I (Κωνσταντινούπολη 798; – 877). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (846 858, 867 877) και άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ήταν γιος του αυτοκράτορα Μιχαήλ A’ του Ραγκαβέ και το κοσμικό όνομά του ήταν Νικήτας. Δέχτηκε το μοναχικό σχήμα σε ηλικία… … Dictionary of Greek
АГАЛЛИАН МАНУИЛ — [греч. ̓Αγαλλιανός Μανουήλ], визант. мелург 1 й пол. XIV в. В рукописях часто встречается его херувимская песнь на 2 й хроматический глас. А. М. называют доместиком, вероятнее всего, Великой ц. Первое свидетельство о составлении антологии его… … Православная энциклопедия